απηγγελμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απηγγελμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απαγγέλλω
Μετοχή επεξεργασία
απηγγελμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη απαγγέλλω
Μεταφράσεις επεξεργασία
απηγγελμένος
|
απηγγελμένος, -η, -ο
|