Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απηγγελμένος η απηγγελμένη το απηγγελμένο
      γενική του απηγγελμένου της απηγγελμένης του απηγγελμένου
    αιτιατική τον απηγγελμένο την απηγγελμένη το απηγγελμένο
     κλητική απηγγελμένε απηγγελμένη απηγγελμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απηγγελμένοι οι απηγγελμένες τα απηγγελμένα
      γενική των απηγγελμένων των απηγγελμένων των απηγγελμένων
    αιτιατική τους απηγγελμένους τις απηγγελμένες τα απηγγελμένα
     κλητική απηγγελμένοι απηγγελμένες απηγγελμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απηγγελμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απαγγέλλω

  Μετοχή επεξεργασία

απηγγελμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη απαγγέλλω

  Μεταφράσεις επεξεργασία