Δείτε επίσης: ἐκφέρω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκφέρω < αρχαία ελληνική ἐκφέρω < ἐκ + φέρω

  Ρήμα επεξεργασία

εκφέρω (παθητική φωνή: εκφέρομαι)

  1. λέω, εκφράζω
  2. παθητική φωνή εκφέρομαι: διατυπώνομαι, συνοδεύομαι, συντάσσομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία