εκφέρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκφέρω < αρχαία ελληνική ἐκφέρω < ἐκ + φέρω
Ρήμα
επεξεργασίαεκφέρω (παθητική φωνή: εκφέρομαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκφέρω | εξέφερα | θα εκφέρω | να εκφέρω | εκφέροντας | |
β' ενικ. | εκφέρεις | εξέφερες | θα εκφέρεις | να εκφέρεις | έκφερε | |
γ' ενικ. | εκφέρει | εξέφερε | θα εκφέρει | να εκφέρει | ||
α' πληθ. | εκφέρουμε | εκφέραμε | θα εκφέρουμε | να εκφέρουμε | ||
β' πληθ. | εκφέρετε | εκφέρατε | θα εκφέρετε | να εκφέρετε | εκφέρετε | |
γ' πληθ. | εκφέρουν(ε) | εξέφεραν εκφέραν(ε) |
θα εκφέρουν(ε) | να εκφέρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξέφερα | θα εκφέρω | να εκφέρω | εκφέρει | ||
β' ενικ. | εξέφερες | θα εκφέρεις | να εκφέρεις | έκφερε | ||
γ' ενικ. | εξέφερε | θα εκφέρει | να εκφέρει | |||
α' πληθ. | εκφέραμε | θα εκφέρουμε | να εκφέρουμε | |||
β' πληθ. | εκφέρατε | θα εκφέρετε | να εκφέρετε | εκφέρτε | ||
γ' πληθ. | εξέφεραν εκφέραν(ε) |
θα εκφέρουν(ε) | να εκφέρουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκφέρει | είχα εκφέρει | θα έχω εκφέρει | να έχω εκφέρει | ||
β' ενικ. | έχεις εκφέρει | είχες εκφέρει | θα έχεις εκφέρει | να έχεις εκφέρει | έχε εκφερμένο | |
γ' ενικ. | έχει εκφέρει | είχε εκφέρει | θα έχει εκφέρει | να έχει εκφέρει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκφέρει | είχαμε εκφέρει | θα έχουμε εκφέρει | να έχουμε εκφέρει | ||
β' πληθ. | έχετε εκφέρει | είχατε εκφέρει | θα έχετε εκφέρει | να έχετε εκφέρει | έχετε εκφερμένο | |
γ' πληθ. | έχουν εκφέρει | είχαν εκφέρει | θα έχουν εκφέρει | να έχουν εκφέρει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εκφερμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εκφερμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εκφερμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εκφερμένο |