ἐκφέρω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἐκφέρω
- εξάγω, βγάζω έξω, μεταφέρω έξω από κάπου, π.χ. έναν νεκρό για ταφή
- ἐξέφερον θρασὺν Ἕκτορα δάκρυ χέοντες
- κατορθώνω κάτι, βγάζω κάτι καλό από μέσα μου
- διὰ ἀνοήτων οὐδὲν ἂν καλῶς ἐξενεχθείη
- βγάζω κάτι στη στεριά
- γεννώ παιδί ή καρπό, παράγω
- ἐκφέρειν εἰς φῶς κύημα
- Δήμητρος καρπὸν ἐκφέρει
- εκδίδω, δημοσιοποιώ, φέρνω προς ψήφιση στο λαό
- εκφέρω γνώμη, άποψη
- αρχίζω κάτι
- παίρνω κάτι από το σκοτάδι και το φέρνω στο φως, εκθέτω, κάνω φανερό, αποκαλύπτω
- καθοδηγώ κάποιον και τον βγάζω από την αναζήτηση για να φτάσει εκεί που θέλει
- βγάζω κάτι εκτός ορίων, συνόρων, παρασύρομαι, πάω πιο μακριά από το σύνηθες, παραφέρομαι
- ορμώ, τρέχω με φόρα, ίσως "βγαίνω" πρώτος
- προφέρω
- ὅταν μακρῶς ἐκφέρηται