Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐκφέρω < ἐκ και φέρω

ἐκφέρω

  1. εξάγω, βγάζω έξω, μεταφέρω έξω από κάπου, π.χ. έναν νεκρό για ταφή
    ἐξέφερον θρασὺν Ἕκτορα δάκρυ χέοντες
  2. κατορθώνω κάτι, βγάζω κάτι καλό από μέσα μου
    διὰ ἀνοήτων οὐδὲν ἂν καλῶς ἐξενεχθείη
  3. βγάζω κάτι στη στεριά
  4. γεννώ παιδί ή καρπό, παράγω
    ἐκφέρειν εἰς φῶς κύημα
    Δήμητρος καρπὸν ἐκφέρει
  5. εκδίδω, δημοσιοποιώ, φέρνω προς ψήφιση στο λαό
  6. εκφέρω γνώμη, άποψη
  7. αρχίζω κάτι
  8. παίρνω κάτι από το σκοτάδι και το φέρνω στο φως, εκθέτω, κάνω φανερό, αποκαλύπτω
  9. καθοδηγώ κάποιον και τον βγάζω από την αναζήτηση για να φτάσει εκεί που θέλει
  10. βγάζω κάτι εκτός ορίων, συνόρων, παρασύρομαι, πάω πιο μακριά από το σύνηθες, παραφέρομαι
  11. ορμώ, τρέχω με φόρα, ίσως "βγαίνω" πρώτος
  12. προφέρω
    ὅταν μακρῶς ἐκφέρηται