• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εκφορά

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἐκφορά

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκφορά οι εκφορές
      γενική της εκφοράς των εκφορών
    αιτιατική την εκφορά τις εκφορές
     κλητική εκφορά εκφορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εκφορά < αρχαία ελληνική ἐκφορά < ἐκφέρω < φέρω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εκφορά θηλυκό

  1. (λόγιο) απομάκρυνση
  2. (λόγιο) ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης ή σύνταξης
  3. (λόγιο) η μεταφορά ενός νεκρού στον τάφο του

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • κηδεία
  • ξόδι
  • προπέμπω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εκφορά
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εκφορά&oldid=5470005"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 18:14

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 18:14.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie