Ετυμολογία

επεξεργασία
προπέμπω < αρχαία ελληνική προπέμπω < πρό + πέμπω

προπέμπω

  1. (λόγιο) ξεπροβοδίζω, κατευοδώνω
  2. (λόγιο) ακολουθώ τη μεταφορά ενός νεκρού ως τον τάφο του, την εκφορά του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία