κατευοδώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατευοδώνω < (ελληνιστική κοινή) κατευοδόω < κατά + εὖ + ὁδός
Ρήμα
επεξεργασίακατευοδώνω
- ξεπροβοδίζω κάποιον που φεύγει και του εύχομαι καλό ταξίδι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κατευόδιο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατευοδώνω | κατευόδωνα | θα κατευοδώνω | να κατευοδώνω | κατευοδώνοντας | |
β' ενικ. | κατευοδώνεις | κατευόδωνες | θα κατευοδώνεις | να κατευοδώνεις | κατευόδωνε | |
γ' ενικ. | κατευοδώνει | κατευόδωνε | θα κατευοδώνει | να κατευοδώνει | ||
α' πληθ. | κατευοδώνουμε | κατευοδώναμε | θα κατευοδώνουμε | να κατευοδώνουμε | ||
β' πληθ. | κατευοδώνετε | κατευοδώνατε | θα κατευοδώνετε | να κατευοδώνετε | κατευοδώνετε | |
γ' πληθ. | κατευοδώνουν(ε) | κατευόδωναν κατευοδώναν(ε) |
θα κατευοδώνουν(ε) | να κατευοδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατευόδωσα | θα κατευοδώσω | να κατευοδώσω | κατευοδώσει | ||
β' ενικ. | κατευόδωσες | θα κατευοδώσεις | να κατευοδώσεις | κατευόδωσε | ||
γ' ενικ. | κατευόδωσε | θα κατευοδώσει | να κατευοδώσει | |||
α' πληθ. | κατευοδώσαμε | θα κατευοδώσουμε | να κατευοδώσουμε | |||
β' πληθ. | κατευοδώσατε | θα κατευοδώσετε | να κατευοδώσετε | κατευοδώστε | ||
γ' πληθ. | κατευόδωσαν κατευοδώσαν(ε) |
θα κατευοδώσουν(ε) | να κατευοδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατευοδώσει | είχα κατευοδώσει | θα έχω κατευοδώσει | να έχω κατευοδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατευοδώσει | είχες κατευοδώσει | θα έχεις κατευοδώσει | να έχεις κατευοδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατευοδώσει | είχε κατευοδώσει | θα έχει κατευοδώσει | να έχει κατευοδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατευοδώσει | είχαμε κατευοδώσει | θα έχουμε κατευοδώσει | να έχουμε κατευοδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατευοδώσει | είχατε κατευοδώσει | θα έχετε κατευοδώσει | να έχετε κατευοδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατευοδώσει | είχαν κατευοδώσει | θα έχουν κατευοδώσει | να έχουν κατευοδώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατευοδώνω
|