• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κατευόδιο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατευόδιο τα κατευόδια
      γενική του κατευόδιου των κατευόδιων
    αιτιατική το κατευόδιο τα κατευόδια
     κλητική κατευόδιο κατευόδια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κατευόδιο < μεσαιωνική ελληνική κατευόδιο < ελληνιστική κοινή κατευοδόω < αρχαία ελληνική κατά + εὖ + ὁδός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατευόδιο ουδέτερο

  • (ως ευχή) καλό κατευόδιο: καλό ταξίδι

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • καταυόδιο
  • καταβόδιο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • κατευοδώνω
  • κατευόδωμα
  • κατευόδωση
  • → δείτε τις λέξεις κατά, ευ και οδός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κατευόδιο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κατευόδιο&oldid=5482356"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 02:34

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 02:34.
      • Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας