κατευόδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατευόδιο < μεσαιωνική ελληνική κατευόδιο < ελληνιστική κοινή κατευοδόω < αρχαία ελληνική κατά + εὖ + ὁδός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατευόδιο ουδέτερο
- (ως ευχή) καλό κατευόδιο: καλό ταξίδι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κατευοδώνω
- κατευόδωμα
- κατευόδωση
- → δείτε τις λέξεις κατά, ευ και οδός
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατευόδιο
|