καταβόδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταβόδιο < μεσαιωνική ελληνική καταυόδιο / κατευόδιο < ελληνιστική κοινή κατευοδόω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταβόδιο ουδέτερο
- άλλη μορφή του κατευόδιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταβόδιο
|