ταξίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταξίδι | τα | ταξίδια |
γενική | του | ταξιδιού | των | ταξιδιών |
αιτιατική | το | ταξίδι | τα | ταξίδια |
κλητική | ταξίδι | ταξίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταξίδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ταξίδιον < ελληνιστική κοινή ταξείδιον (=εκστρατεία) < αρχαία ελληνική τάξις + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον[1]
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταξίδι ουδέτερο
- μετακίνηση σε έναν προορισμό και παραμονή σ' αυτόν για κάποιο διάστημα
- ↪ μόλις γύρισα από ένα ταξίδι στην Ιταλία
- (μεταφορικά, λογοτεχνικό) ο θάνατος
- ↪ ταξίδι χωρίς επιστροφή/γυρισμό - το μεγάλο ταξίδι... - αιώνιο ταξίδι
- (μεταφορικά) η κατάσταση στην οποία βρίσκονται όσοι κάνουν χρήση ψυχοτρόπων/παραισθησιογόνων ουσιών
Άλλες γραφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- ταξίδι του μέλιτος (γαμήλιο ταξίδι)
- (ευχή) καλό ταξίδι!
- ταξίδι αστραπή (πολύ σύντομο ταξίδι)
ταξιδευτός
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταξίδι
|
Υποσημειώσεις επεξεργασία
- ↑ Η λέξη αρχικά αναφερόταν στην εκστρατεία, την πορεία και μετακίνηση στρατιωτικών σωμάτων. Από τον 2ο αι. μ.Χ. μαρτυρείται η λέξη ταξείδιον (< από το θέμα ταξε- της λέξης τάξις), ορθογραφία που σήμερα θεωρείται λανθασμένη.