Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταξίδι τα ταξίδια
      γενική του ταξιδιού των ταξιδιών
    αιτιατική το ταξίδι τα ταξίδια
     κλητική ταξίδι ταξίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταξίδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ταξίδιον < ελληνιστική κοινή ταξείδιον (=εκστρατεία) < αρχαία ελληνική τάξις + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /taˈksi.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐ξί‐δι
ομόηχα: Ταξείδη, Ταξίδη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταξίδι ουδέτερο

  1. μετακίνηση σε έναν προορισμό και παραμονή σ' αυτόν για κάποιο διάστημα
    μόλις γύρισα από ένα ταξίδι στην Ιταλία
  2. (μεταφορικά, λογοτεχνικό) ο θάνατος
    ταξίδι χωρίς επιστροφή/γυρισμό - το μεγάλο ταξίδι... - αιώνιο ταξίδι
  3. (μεταφορικά) η κατάσταση στην οποία βρίσκονται όσοι κάνουν χρήση ψυχοτρόπων/παραισθησιογόνων ουσιών

Άλλες γραφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  1. ταξίδι του μέλιτος (γαμήλιο ταξίδι)
  2. (ευχή) καλό ταξίδι!
  3. ταξίδι αστραπή (πολύ σύντομο ταξίδι)

ταξιδευτός

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Υποσημειώσεις επεξεργασία

  1. Η λέξη αρχικά αναφερόταν στην εκστρατεία, την πορεία και μετακίνηση στρατιωτικών σωμάτων. Από τον 2ο αι. μ.Χ. μαρτυρείται η λέξη ταξείδιον (< από το θέμα ταξε- της λέξης τάξις), ορθογραφία που σήμερα θεωρείται λανθασμένη.