↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταξιδιάρικος η ταξιδιάρικη το ταξιδιάρικο
      γενική του ταξιδιάρικου της ταξιδιάρικης του ταξιδιάρικου
    αιτιατική τον ταξιδιάρικο την ταξιδιάρικη το ταξιδιάρικο
     κλητική ταξιδιάρικε ταξιδιάρικη ταξιδιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταξιδιάρικοι οι ταξιδιάρικες τα ταξιδιάρικα
      γενική των ταξιδιάρικων των ταξιδιάρικων των ταξιδιάρικων
    αιτιατική τους ταξιδιάρικους τις ταξιδιάρικες τα ταξιδιάρικα
     κλητική ταξιδιάρικοι ταξιδιάρικες ταξιδιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταξιδιάρικος < ταξιδιάρ(ης) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ta.ksiˈðʝa.ɾi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐ξι‐διά‐ρι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

ταξιδιάρικος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία