ταξιδιάρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταξιδιάρικος < ταξιδιάρ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ta.ksiˈðʝa.ɾi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐ξι‐διά‐ρι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαταξιδιάρικος
- (χαϊδευτικό) άλλη μορφή του ταξιδιάρης, με τρυφερότητα για άνθρωπο ή για καραβάκι, για αυτοκίνητο, για πουλάκι κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταξιδιάρικος
|