καραβάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καραβάκι | τα | καραβάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καραβάκι | τα | καραβάκια |
κλητική | καραβάκι | καραβάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καραβάκι < καράβ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαραβάκι ουδέτερο
- μικρό καράβι
- ※ Πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;
Σε μάχεται η θάλασσα, δεν τη φοβάσαι;
Άνεμοι σφυρίζουν και πέφτει νερό,
πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;- Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ποίημα "Το ευλογημένο καράβι", 1η στροφή
- ※ Πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;
- μικρογραφία πλοίου, μινιατούρα καραβιού
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καράβι