τάξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τάξῐς | αἱ | τάξεις |
γενική | τῆς | τάξεως | τῶν | τάξεων |
δοτική | τῇ | τάξει | ταῖς | τάξεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | τάξῐν | τὰς | τάξεις |
κλητική ὦ! | τάξῐ | τάξεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τάξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ταξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατάξις θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- τάξη (μέρος συνόλου)
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- → και δείτε τη λέξη τάσσω
Πηγές
επεξεργασία- τάξις - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- τάξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τάξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.