τάξεων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
τάξεων θηλυκό
- γενική πληθυντικού του τάξη
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
τάξεων θηλυκό
- γενική πληθυντικού του τάξις
τάξεων θηλυκό
τάξεων θηλυκό