Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

τάξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τάζω
  3. θα τάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τάζω



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

τάξει θηλυκό