Ετυμολογία

επεξεργασία

τάζω, παθ. φωνή: τάζομαι, παθ. μτχ.: ταγμένος & ταμένος

  1. κάνω ένα τάμα
  2. (κατ’ επέκταση) υπόσχομαι

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία