Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αργοταξιδεύω < αργο- + ταξιδεύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.ɣo.ta.ksiˈðe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐γο‐τα‐ξι‐δεύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

αργοταξιδεύω, αόρ.: αργοταξίδεψα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία