απόλαυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόλαυση | οι | απολαύσεις |
γενική | της | απόλαυσης* | των | απολαύσεων |
αιτιατική | την | απόλαυση | τις | απολαύσεις |
κλητική | απόλαυση | απολαύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απολαύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απόλαυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόλαυ(σις) + -ση[1] < ἀπολαύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈpo.laf.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐λαυ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπόλαυση θηλυκό
- το να απολαμβάνει κάποιος κάτι, να αντλεί μεγάλη ευχαρίστηση ή ηδονή από κάτι
- το πιάτο αυτό προσφέρει και λίγες μόνο θερμίδες αλλά και γευστική απόλαυση
- αυτό που απολαμβάνει κάποιος, αυτό που προκαλεί χαρά, προσφέρει ηδονή
- το φαγητό είναι η καθημερινή του απόλαυση
- ※ Η ασθματική απόλαυση της ερωτικής νιότης προ της επελάσεως του γήρατος ή του θανάτου αποτελεί κοινότατο τόπο στην κλασική ερωτογραφία, συχνά με τις ευλογίες μιας εξαπλουστευμένης επικούρειας φιλοσοφίας (Οβίδιος, Η τέχνη και τα αντίδοτα του Έρωτα, μετάφραση Θοδωρής Παπαγγελής, εκδ. Μεταίχμιο, 2021)
- το πρόσωπο που προσφέρει στους άλλους μεγάλη ευχαρίστηση με τα χαρίσματά του
- αυτός ο άνθρωπος είναι πραγματική απόλαυση όταν συζητάει
Άλλες μορφές
επεξεργασία- απόλαψη (δημοτική)
Συγγενικά
επεξεργασία- απολαυστικά
- απολαυστικός
- → δείτε τη λέξη απολαύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία απόλαυση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ απόλαυση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας