ἀπόλαυσις
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ἀπόλαυσις | ἀπολαύσει | ἀπολαύσεις |
Γενική | ἀπολαύσεως | ἀπολαυσέοιν | ἀπολαύσεων |
Δοτική | ἀπολαύσει | ἀπολαυσέοιν | ἀπολαύσεσι(ν) |
Αιτιατική | ἀπόλαυσιν | ἀπολαύσει | ἀπολαύσεις |
Κλητική | ἀπόλαυσι | ἀπολαύσει | ἀπολαύσεις |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἀπόλαυσις θηλυκό
Επεξεργασία
- ἀξιαπόλαυστος
- ἀναπολαυστία
- ἀπόλαυσμα
- ἀπολαυστικός
- ἀπολαυστός
- συναπόλαυσις
- και δείτε τη λέξη → ἀπολαύω
Επεξεργασία
- ἀπόλαυσις στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ἀπόλαυσις» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.