Δείτε επίσης: ἀπολαμβάνω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απολαμβάνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπολαμβάνω < αρχαία ελληνική ἀπολαύω και ἀπολαμβάνω < ἀπό + λαμβάνω [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.po.laɱˈva.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐λαμ‐βά‐νω

απολαμβάνω, πρτ.: απολάμβανα, στ.μέλλ.: θα απολαύσω, αόρ.: απόλαυσα/(απήλαυσα) (χωρίς παθητική φωνή)

  1. αντλώ ιδιαίτερη ευχαρίστηση - απόλαυση από κάτι
    ⮡  απολαμβάνω τον καφέ μου / την ανοιξιάτικη λιακάδα / τη ζωή μου
  2. για πλεονεκτήματα ή προνόμια που μου δίνονται
    ※  Τα αγαπημένα παιδιά του πολιτικού συστήματος συνέχιζαν να απολαμβάνουν την εύνοια των ελεγκτών τους μέχρι τέλους. * εφημερίδα Καθημερινή, 31 Μαρτίου 2013
  3. (σπάνιο) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)λαμβάνω ένα υλικό από κάποιο σωρό, μείγμα, κράμα ή πέτρωμα, μετά από σχετική επεξεργασία
    ⮡  απολήφθηκαν 60.000 τόνοι μεταλλεύματος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) η νεοελληνική χρήση

έλεγχος: υπάρχουν παθητικοί τύποι;

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία