Δείτε επίσης: ἐπεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επεξεργασία οι επεξεργασίες
      γενική της επεξεργασίας των επεξεργασιών
    αιτιατική την επεξεργασία τις επεξεργασίες
     κλητική επεξεργασία επεξεργασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pe.kseɾ.ɣaˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επεξεργασία θηλυκό

  • διόρθωση, τροποποίηση
    1. ενός έργου, μίας πνευματικής δημιουργίας, έτσι ώστε να πάρει την τελική του μορφή
    2. (πληροφορική) ενός αντικειμένου σε ηλεκτρονικό υπολογιστή

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία