Δείτε επίσης: ἐπεξεργασία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επεξεργασία οι επεξεργασίες
      γενική της επεξεργασίας των επεξεργασιών
    αιτιατική την επεξεργασία τις επεξεργασίες
     κλητική επεξεργασία επεξεργασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επεξεργασία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπεξεργασία & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική élaboration[1]. Για την επξεργασία σε υπολογιστή, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική processing ή editing. Μορφολογικά αναλύεται σε (επί) επ- + εξ- + εργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pe.kseɾ.ɣaˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πε‐ξερ‐γα‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επεξεργασία θηλυκό

  • διόρθωση, τροποποίηση
    1. ενός έργου, μίας πνευματικής δημιουργίας, έτσι ώστε να πάρει την τελική του μορφή
    2. (πληροφορική) ενός αντικειμένου σε ηλεκτρονικό υπολογιστή

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις επεξεργάζομαι και εργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία