Δείτε επίσης: ἐπεξεργαστής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επεξεργαστής οι επεξεργαστές
      γενική του επεξεργαστή των επεξεργαστών
    αιτιατική τον επεξεργαστή τους επεξεργαστές
     κλητική επεξεργαστή επεξεργαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επεξεργαστής < επεξεργάζομαι επεξεργασ- + -τής, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική processor. Διαφορετική η ελληνιστική ἐπεξεργαστής (εκτελεστής διατάγματος).[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pe.kseɾ.ɣaˈstis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
Επεξεργαστής Pentium των 100 Mhz

επεξεργαστής αρσενικό

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία