κεντρική μονάδα επεξεργασίας
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κεντρική μονάδα επεξεργασίας < μετάφραση στα ελληνικά του αγγλικού Central Processing Unit (CPU)
Πολυλεκτικός όρος Επεξεργασία
κεντρική μονάδα επεξεργασίας θηλυκό
- (υλικό υπολογιστή) το πιο σημαντικό τμήμα του υπολογιστή που λαμβάνει από την κεντρική μνήμη δεδομένα και εντολές, τα αποκωδικοποιεί, εκτελεί τις πράξεις και επιστρέφει τα αποτελέσματα στην κεντρική μνήμη
- Συντομογραφία: ΚΜΕ
- Αποτελείται από: την αριθμητική λογική μονάδα, τους καταχωρητές, την κρυφή μνήμη και την μονάδα ελέγχου[1]
Συνώνυμα Επεξεργασία
Δείτε επίσης Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
κεντρική μονάδα επεξεργασίας
Επεξεργασία
- ↑ Αρχιτεκτονική Υπολογιστών, σελ. 2, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών - Τμήμα Πληροφορικής. Ανάκτηση 15/10/2019