καταχωρητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταχωρητής < καταχωρώ + -τής, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική register)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταχωρητής αρσενικό
- αυτός που καταχωρεί
- (υλικό υπολογιστή) τύπος πολύ μικρής και πολύ γρήγορης μνήμης τμήμα της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας (CPU), όπου αποθηκεύονται οι τελεστέοι και τα αποτελέσματα των πράξεων που εκτελούνται από την αριθμητική λογική μονάδα ή οι διευθύνσεις εντολών και δεδομένων που βρίσκονται κεντρική μνήμη για επεξεργασία
- Ειδικοί καταχωρητές είναι: ο δείκτης στοίβας, καταχωρητής εντολών, μετρητής προγράμματος