καταχωρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταχωρώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταχωρῶ, συνηρημένος τύπος του καταχωρέω (υποχωρώ σε αίτημα, σε αξίωση) με εσφαλμένη ταύτιση προς το καταχωρίζω [1] λόγω της κοινής προφοράς /kataˈxoɾisa/ σε αοριστικούς τύπους όπως καταχώρησα & καταχώρισα. Συγκρίνετε το μεσαιωνικό καταχώρεση (υποταγή, υποχώρηση).
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ta.xoˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐χω‐ρώ
Ρήμα
επεξεργασίακαταχωρώ, -είς,..., πρτ.: καταχωρούσα, αόρ.: καταχώρησα, παθ.φωνή: καταχωρούμαι, μτχ.π.ε.: καταχωρούμενος, π.αόρ.: καταχωρήθηκα, μτχ.π.π.: καταχωρημένος
- εγγράφω, καταγράφω, πρωτοκολλώ
- {σπανιότερα) δημοσιεύω [2]
- άλλη μορφή του καταχωρίζω
- ⮡ Σημείωση: το καταχωρίζω, με τη σημασία του ταξινομώ, εγγράφω σε ορισμένη θέση [3]
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε περισσότερα στο καταχωρίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταχωρώ | καταχωρούσα | θα καταχωρώ | να καταχωρώ | καταχωρώντας | |
β' ενικ. | καταχωρείς | καταχωρούσες | θα καταχωρείς | να καταχωρείς | ||
γ' ενικ. | καταχωρεί | καταχωρούσε | θα καταχωρεί | να καταχωρεί | ||
α' πληθ. | καταχωρούμε | καταχωρούσαμε | θα καταχωρούμε | να καταχωρούμε | ||
β' πληθ. | καταχωρείτε | καταχωρούσατε | θα καταχωρείτε | να καταχωρείτε | καταχωρείτε | |
γ' πληθ. | καταχωρούν(ε) | καταχωρούσαν(ε) | θα καταχωρούν(ε) | να καταχωρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταχώρησα | θα καταχωρήσω | να καταχωρήσω | καταχωρήσει | ||
β' ενικ. | καταχώρησες | θα καταχωρήσεις | να καταχωρήσεις | καταχώρησε | ||
γ' ενικ. | καταχώρησε | θα καταχωρήσει | να καταχωρήσει | |||
α' πληθ. | καταχωρήσαμε | θα καταχωρήσουμε | να καταχωρήσουμε | |||
β' πληθ. | καταχωρήσατε | θα καταχωρήσετε | να καταχωρήσετε | καταχωρήστε | ||
γ' πληθ. | καταχώρησαν καταχωρήσαν(ε) |
θα καταχωρήσουν(ε) | να καταχωρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταχωρήσει | είχα καταχωρήσει | θα έχω καταχωρήσει | να έχω καταχωρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταχωρήσει | είχες καταχωρήσει | θα έχεις καταχωρήσει | να έχεις καταχωρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταχωρήσει | είχε καταχωρήσει | θα έχει καταχωρήσει | να έχει καταχωρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταχωρήσει | είχαμε καταχωρήσει | θα έχουμε καταχωρήσει | να έχουμε καταχωρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταχωρήσει | είχατε καταχωρήσει | θα έχετε καταχωρήσει | να έχετε καταχωρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταχωρήσει | είχαν καταχωρήσει | θα έχουν καταχωρήσει | να έχουν καταχωρήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταχωρούμαι | καταχωρούμουν | θα καταχωρούμαι | να καταχωρούμαι | καταχωρούμενος | |
β' ενικ. | καταχωρείσαι | καταχωρούσουν | θα καταχωρείσαι | να καταχωρείσαι | ||
γ' ενικ. | καταχωρείται | καταχωρούνταν | θα καταχωρείται | να καταχωρείται | ||
α' πληθ. | καταχωρούμαστε | καταχωρούμασταν καταχωρούμαστε |
θα καταχωρούμαστε | να καταχωρούμαστε | ||
β' πληθ. | καταχωρείστε | καταχωρούσασταν καταχωρούσαστε |
θα καταχωρείστε | να καταχωρείστε | καταχωρείστε | |
γ' πληθ. | καταχωρούνται | καταχωρούνταν | θα καταχωρούνται | να καταχωρούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταχωρήθηκα | θα καταχωρηθώ | να καταχωρηθώ | καταχωρηθεί | ||
β' ενικ. | καταχωρήθηκες | θα καταχωρηθείς | να καταχωρηθείς | καταχωρήσου | ||
γ' ενικ. | καταχωρήθηκε | θα καταχωρηθεί | να καταχωρηθεί | |||
α' πληθ. | καταχωρηθήκαμε | θα καταχωρηθούμε | να καταχωρηθούμε | |||
β' πληθ. | καταχωρηθήκατε | θα καταχωρηθείτε | να καταχωρηθείτε | καταχωρηθείτε | ||
γ' πληθ. | καταχωρήθηκαν καταχωρηθήκαν(ε) |
θα καταχωρηθούν(ε) | να καταχωρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καταχωρηθεί | είχα καταχωρηθεί | θα έχω καταχωρηθεί | να έχω καταχωρηθεί | καταχωρημένος | |
β' ενικ. | έχεις καταχωρηθεί | είχες καταχωρηθεί | θα έχεις καταχωρηθεί | να έχεις καταχωρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καταχωρηθεί | είχε καταχωρηθεί | θα έχει καταχωρηθεί | να έχει καταχωρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καταχωρηθεί | είχαμε καταχωρηθεί | θα έχουμε καταχωρηθεί | να έχουμε καταχωρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καταχωρηθεί | είχατε καταχωρηθεί | θα έχετε καταχωρηθεί | να έχετε καταχωρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καταχωρηθεί | είχαν καταχωρηθεί | θα έχουν καταχωρηθεί | να έχουν καταχωρηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καταχωρημένος - είμαστε, είστε, είναι καταχωρημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καταχωρημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καταχωρημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καταχωρημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καταχωρημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καταχωρημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καταχωρημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταχωρώ
→ δείτε τη λέξη καταχωρίζω |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καταχωρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ καταχωρώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)