εγγράφω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγγράφω < αρχαία ελληνική ἐγγράφω (σε ορισμένες σημασίες: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική inscrire)
Ρήμα
επεξεργασίαεγγράφω (παθητική φωνή: εγγράφομαι)
- γράφω (με επίσημο τρόπο) κάποιον ή κάτι σε μια κατάσταση, κατάλογο ή σε κάποιο (λογιστικό) βιβλίο / έγγραφο
- συγκαταλέγω κάποιον ή κάτι μαζί με άλλα όμοιά τους
- καταγράφω εικόνα ή ήχο σε κατάλληλο μέσο
- (γεωμετρία) σχηματίζω ένα γεωμετρικό σχήμα μέσα σε άλλο, με τρόπο ώστε κάποια σημεία ή γραμμές τους να είναι κοινά
- (πληροφορική) burn: πραγματοποιώ (μόνιμη) εγγραφή σε μνήμες μίας χρήσης όπως CD, DVD, ROM
Συγγενικά
επεξεργασία- εγγραφέας
- εγγραφή
- → δείτε τη λέξη γράφω
- (γεωμετρία) εγγεγραμμένος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εγγράφω | ενέγραφα | θα εγγράφω | να εγγράφω | εγγράφοντας | |
β' ενικ. | εγγράφεις | ενέγραφες | θα εγγράφεις | να εγγράφεις | έγγραφε | |
γ' ενικ. | εγγράφει | ενέγραφε | θα εγγράφει | να εγγράφει | ||
α' πληθ. | εγγράφουμε | εγγράφαμε | θα εγγράφουμε | να εγγράφουμε | ||
β' πληθ. | εγγράφετε | εγγράφατε | θα εγγράφετε | να εγγράφετε | εγγράφετε | |
γ' πληθ. | εγγράφουν(ε) | ενέγραφαν εγγράφαν(ε) |
θα εγγράφουν(ε) | να εγγράφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενέγραψα | θα εγγράψω | να εγγράψω | εγγράψει | ||
β' ενικ. | ενέγραψες | θα εγγράψεις | να εγγράψεις | έγγραψε | ||
γ' ενικ. | ενέγραψε | θα εγγράψει | να εγγράψει | |||
α' πληθ. | εγγράψαμε | θα εγγράψουμε | να εγγράψουμε | |||
β' πληθ. | εγγράψατε | θα εγγράψετε | να εγγράψετε | εγγράψτε | ||
γ' πληθ. | ενέγραψαν εγγράψαν(ε) |
θα εγγράψουν(ε) | να εγγράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εγγράψει | είχα εγγράψει | θα έχω εγγράψει | να έχω εγγράψει | ||
β' ενικ. | έχεις εγγράψει | είχες εγγράψει | θα έχεις εγγράψει | να έχεις εγγράψει | έχε εγγραμμένο | |
γ' ενικ. | έχει εγγράψει | είχε εγγράψει | θα έχει εγγράψει | να έχει εγγράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε εγγράψει | είχαμε εγγράψει | θα έχουμε εγγράψει | να έχουμε εγγράψει | ||
β' πληθ. | έχετε εγγράψει | είχατε εγγράψει | θα έχετε εγγράψει | να έχετε εγγράψει | έχετε εγγραμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν εγγράψει | είχαν εγγράψει | θα έχουν εγγράψει | να έχουν εγγράψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εγγραμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εγγραμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εγγραμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εγγραμμένο |