Ετυμολογία

επεξεργασία
εγγράφομαι < παθητικό του ρήματος εγγράφω

εγγράφομαι

  1. γράφομαι σε μία επίσημη ομάδα, κατάλογο, λίστα, κατηγορία
    εγγράφομαι στο σχολείο, στο Πανεπιστήμιο, στο στρατό (και κατατάσσομαι), στο ληξιαρχείο (και απογράφομαι), στο μητρώο αρρένων, στις λίστες υποψηφίων για τις εκλογές, στους εκλογικούς καταλόγους κ.λπ.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία