Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκλογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Πολυλεκτικοί όροι
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκλογικ
ός
η
εκλογικ
ή
το
εκλογικ
ό
γενική
του
εκλογικ
ού
της
εκλογικ
ής
του
εκλογικ
ού
αιτιατική
τον
εκλογικ
ό
την
εκλογικ
ή
το
εκλογικ
ό
κλητική
εκλογικ
έ
εκλογικ
ή
εκλογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκλογικ
οί
οι
εκλογικ
ές
τα
εκλογικ
ά
γενική
των
εκλογικ
ών
των
εκλογικ
ών
των
εκλογικ
ών
αιτιατική
τους
εκλογικ
ούς
τις
εκλογικ
ές
τα
εκλογικ
ά
κλητική
εκλογικ
οί
εκλογικ
ές
εκλογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκλογικός
<
εκλογ(ή)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
εκλογικός, -ή, -ό
που αναφέρεται στις
εκλογές
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
εκλογικό κέντρο
εκλογικό σύστημα
εκλογικό σώμα
εκλογικό τμήμα
εκλογικός κατάλογος
εκλογικός νόμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκλογικός
αγγλικά
:
electoral
(en)
,
election
(en)
γαλλικά
:
électoral
(fr)
ισπανικά
:
electoral
(es)
πολωνικά
:
wyborczy
(pl)
ρουμανικά
:
electoral
(ro)