election
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
election | elections |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαelection (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) οι εκλογές, εκλογικός, προεκλογικός, η διαδικασία με την οποία οι πολίτες μιας κοινωνίας, τα μέλη μιας οργανωμένης κοινότητας κτλ. ασκούν το νόμιμο δικαίωμά τους να εκλέξουν με ψηφοφορία
- ⮡ Many citizens are not interested in the elections.
- Πολλοί πολίτες δεν ενδιαφέρονται για τις εκλογές.
- ⮡ election results - εκλογικά αποτελέσματα
- ⮡ She volunteered to work in the election campaign.
- Προσφέρθηκε εθελοντικά να δουλέψει στην προεκλογική εκστρατεία.
- ⮡ Television crews will cover the election rally.
- Τηλεοπτικά συνεργεία θα καλύψουν την προεκλογική συγκέντρωση.
- ⮡ Many citizens are not interested in the elections.
- (μη μετρήσιμο) η εκλογή, το να αναδεικνύεται κάποιος σε ένα αξίωμα ή σε μια θέση με ψηφοφορία
- ⮡ A two-thirds majority is required for the election of the president.
- Για την εκλογή προέδρου απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων.
- ⮡ He considered his election to the presiding chair certain.
- Θεωρούσε βέβαιη την εκλογή του στο προεδρείο.
- ⮡ A two-thirds majority is required for the election of the president.