ενικός         πληθυντικός  
election elections

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

election (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) οι εκλογές, εκλογικός, προεκλογικός, η διαδικασία με την οποία οι πολίτες μιας κοινωνίας, τα μέλη μιας οργανωμένης κοινότητας κτλ. ασκούν το νόμιμο δικαίωμά τους να εκλέξουν με ψηφοφορία
    ⮡  Many citizens are not interested in the elections.
    Πολλοί πολίτες δεν ενδιαφέρονται για τις εκλογές.
    ⮡  election results - εκλογικά αποτελέσματα
    ⮡  She volunteered to work in the election campaign.
    Προσφέρθηκε εθελοντικά να δουλέψει στην προεκλογική εκστρατεία.
    ⮡  Television crews will cover the election rally.
    Τηλεοπτικά συνεργεία θα καλύψουν την προεκλογική συγκέντρωση.
  2. (μη μετρήσιμο) η εκλογή, το να αναδεικνύεται κάποιος σε ένα αξίωμα ή σε μια θέση με ψηφοφορία
    ⮡  A two-thirds majority is required for the election of the president.
    Για την εκλογή προέδρου απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων.
    ⮡  He considered his election to the presiding chair certain.
    Θεωρούσε βέβαιη την εκλογή του στο προεδρείο.

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία