Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪˈlɛkt/ & /iːˈlɛkt/

  Επίθετο

επεξεργασία

elect (en) (χωρίς παραθετικά)

  • εκλεγμένος ή εκλεγμένη και σε αναμονή της ανάληψης των καθηκόντων του/της
    the President elect - ο εκλεγμένος Πρόεδρος
ενεστώτας elect
γ΄ ενικό ενεστώτα elects
αόριστος elected
παθητική μετοχή elected
ενεργητική μετοχή electing

elect (en)

  • εκλέγω, βγάζω, βγαίνω, αιρετός, εκλεκτός, εκλεγμένος, επιλέγω κάποιον να κάνει μια συγκεκριμένη δουλειά ψηφίζοντάς τον
    They elected him chairman.
    Τον εξέλεγαν/έβγαλαν πρόεδρο.
    Eventually he was elected to City Council.
    Τελικά εκλέχτηκε στο Δημοτικό Συμβούλιο.
    He was elected to leadership by a large majority.
    Βγήκε αρχηγός με μεγάλη πλειοψηφία.
    an elected position/office - αιρετή θέση/αξίωμα
    an elected member of the assembly - εκλεκτός της συνέλευσης
    an elected administration - εκλεγμένη διοίκηση