elect
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαelect (en) (χωρίς παραθετικά)
- εκλεγμένος ή εκλεγμένη και σε αναμονή της ανάληψης των καθηκόντων του/της
- ⮡ the President elect - ο εκλεγμένος Πρόεδρος
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | elect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | elects |
αόριστος | elected |
παθητική μετοχή | elected |
ενεργητική μετοχή | electing |
elect (en)
- εκλέγω, βγάζω, βγαίνω, αιρετός, εκλεκτός, εκλεγμένος, επιλέγω κάποιον να κάνει μια συγκεκριμένη δουλειά ψηφίζοντάς τον
- ⮡ They elected him chairman.
- Τον εξέλεγαν/έβγαλαν πρόεδρο.
- ⮡ Eventually he was elected to City Council.
- Τελικά εκλέχτηκε στο Δημοτικό Συμβούλιο.
- ⮡ He was elected to leadership by a large majority.
- Βγήκε αρχηγός με μεγάλη πλειοψηφία.
- ⮡ an elected position/office - αιρετή θέση/αξίωμα
- ⮡ an elected member of the assembly - εκλεκτός της συνέλευσης
- ⮡ an elected administration - εκλεγμένη διοίκηση
- ⮡ They elected him chairman.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- elect - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 162, 270. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, βγαίνω, εκλέγω