Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιρετός η αιρετή το αιρετό
      γενική του αιρετού της αιρετής του αιρετού
    αιτιατική τον αιρετό την αιρετή το αιρετό
     κλητική αιρετέ αιρετή αιρετό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιρετοί οι αιρετές τα αιρετά
      γενική των αιρετών των αιρετών των αιρετών
    αιτιατική τους αιρετούς τις αιρετές τα αιρετά
     κλητική αιρετοί αιρετές αιρετά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιρετός < αρχαία ελληνική αἱρετός < αἱροῦμαι

  Επίθετο επεξεργασία

αιρετός

  • που ανέλαβε ή μπορεί να αναλάβει μια θέση μόνον μετά από εκλογές ή ψηφοφορία -δεν μπορεί να την αναλάβει με διορισμό
    Τα μισά μέλη του διοικητικού συμβουλίου είναι αιρετά, ενώ τα υπόλοιπα διορίζονται από το δήμαρχο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία