↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διορισμένος η διορισμένη το διορισμένο
      γενική του διορισμένου της διορισμένης του διορισμένου
    αιτιατική τον διορισμένο τη διορισμένη το διορισμένο
     κλητική διορισμένε διορισμένη διορισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διορισμένοι οι διορισμένες τα διορισμένα
      γενική των διορισμένων των διορισμένων των διορισμένων
    αιτιατική τους διορισμένους τις διορισμένες τα διορισμένα
     κλητική διορισμένοι διορισμένες διορισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διορισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διορίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.o.ɾiˈzme.nos/

διορισμένος -η -ο

  1. (υπάλληλος) που έχει διοριστεί σε μια δημόσια θέση
  2. που έχει οριστεί και δεν έχει εκλεγεί
     αντώνυμα: εκλεγμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία