κληρονομικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κληρονομικός < κληρονομιά
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κληρονομικός, -ή, -ό
- που κληρονομείται
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κληρονομικός
Δείτε επίσης : κληρονομικώς |
κληρονομικός, -ή, -ό