κληρονομητήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κληρονομητήριο | τα | κληρονομητήρια |
γενική | του | κληρονομητήριου & κληρονομητηρίου |
των | κληρονομητήριων & κληρονομητηρίων |
αιτιατική | το | κληρονομητήριο | τα | κληρονομητήρια |
κλητική | κληρονομητήριο | κληρονομητήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κληρονομητήριο ουδέτερο
- (νομικός όρος) πιστοποιητικό που αναγράφει και πιστοποιεί τα δικαιώματα ενός κληρονόμου
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κληρονόμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κληρονομητήριο
|