κληρονομιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κληρονομιά | οι | κληρονομιές |
γενική | της | κληρονομιάς | των | κληρονομιών |
αιτιατική | την | κληρονομιά | τις | κληρονομιές |
κλητική | κληρονομιά | κληρονομιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κληρονομιά < αρχαία ελληνική κληρονομία, δείτε τη μεσαιωνική κλερονομιά • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kli.ɾo.noˈmɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλη‐ρο‐νο‐μιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίακληρονομιά θηλυκό
- περιουσία ή περιουσιακό στοιχείο που έρχεται στην κυριότητα, νομή ή κατοχή μου μετά το θάνατο συγγενών μου
- αυτό το σπίτι μας το άφησε κληρονομιά ο παππούς μας
- (γενικότερα) οτιδήποτε πολύτιμο μάς έχει παραδοθεί από τις προηγούμενες γενεές ως ηθική ή πνευματική παρακαταθήκη
- πολιτιστική κληρονομιά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιουσιακό στοιχείο που έρχεται στην κατοχή μου