νομή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νομή | οι | νομές |
γενική | της | νομής | των | νομών |
αιτιατική | τη | νομή | τις | νομές |
κλητική | νομή | νομές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νομή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νομή < αρχαία ελληνική νομή < νέμω
- για τους όρους σχετικά με την φυτική τροφή < αρχαία ελληνική νομή < νέμω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /noˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐μή
Ουσιαστικό
επεξεργασίανομή θηλυκό
- (νομικός όρος) η φυσική εξουσίαση κάποιου πράγματος από πρόσωπο, χωρίς η κατοχή του να στηρίζεται πάντοτε σε πραγματικό δικαίωμα
- έκταση όπου υπάρχει φυτική τροφή για ζώα
- (κατ’ επέκταση) η φυτική τροφή που βρίσκουν τα ζώα και βοσκούν σ' αυτή την έκταση
- (ιατρική) λοίμωξη του στόματος και του προσώπου, η γαγγραινώδης στοματίτιδα (cancrus oris)
- ※ Σήμερα στην υποσαχάρια Αφρική χιλιάδες παιδιά πάσχουν από παραμορφώσεις του προσώπου που προκαλούνται από τη γαγγραινώδη λοιμώδη νόσο νομή (από ερώτηση του Fiorello Provera με θέμα: «Παιδιά που έχουν προσβληθεί από νομή ή γαγγραινώδη στοματίτιδα (cancrum oris)» στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (28 Σεπτεμβρίου 2010), www.europarl.europa.eu· πρόσβαση: 2019-10-31).
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- νομή (ασθένεια) στη γαλλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία η κατοχή κάποιου πράγματος, η οποία ενίοτε δεν στηρίζεται νομικά
Πηγές
επεξεργασία- νομή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- νομή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νομή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.