Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στοματίτιδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
στοματίτιδ
α
οι
στοματίτιδ
ες
γενική
της
στοματίτιδ
ας
των
στοματίτιδ
ων
αιτιατική
τη
στοματίτιδ
α
τις
στοματίτιδ
ες
κλητική
στοματίτιδ
α
στοματίτιδ
ες
Κατηγορία
όπως «
αρθρίτιδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στοματίτιδα
<
στόμα
, στοματ- +
-ίτιδα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στοματίτιδα
θηλυκό
(
ιατρική
)
φλεγμονή
του
στόματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στοματίτιδα