φλεγμονή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φλεγμονή | οι | φλεγμονές |
γενική | της | φλεγμονής | των | φλεγμονών |
αιτιατική | τη | φλεγμονή | τις | φλεγμονές |
κλητική | φλεγμονή | φλεγμονές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φλεγμονή < αρχαία ελληνική φλεγμονή (οίδημα, πρήξιμο, φλόγωση, οργή) < φλέγμα
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /flɛ.ɣmɔ.ˈni/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φλεγμονή θηλυκό
- η τοπική αντίδραση του οργανισμού στην μόλυνση από παθογόνους μικροοργανισμούς, η οποία εκδηλώνεται με τοπικό οίδημα, πόνο, κοκκίνισμα και, πιθανόν, πυρετό
Επεξεργασία
- φλέγμα
- φλεγμαίνω
- φλεγματικός
- φλεγματώδης
- φλεγμονικός
- φλεγμονώδης
- φλέγω
- φλόγα
- φλογέρα
- φλογερά
- φλογερός
- φλογίζω
- φλογισμένος
- φλόγιστρο
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- φλεγμονή στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φλεγμονή