φλεγμονή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φλεγμονή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φλεγμονή (οίδημα, πρήξιμο, φλόγωση, οργή) < φλέγμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fleɣ.moˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλεγ‐μο‐νή
- παλιότερος συλλαβισμός : φλε‐γμο‐νή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφλεγμονή θηλυκό
- (ιατρική) η τοπική αντίδραση του οργανισμού στη μόλυνση από παθογόνους μικροοργανισμούς, η οποία εκδηλώνεται με τοπικό οίδημα, πόνο, κοκκίνισμα και, πιθανόν, πυρετό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- φλεγμονή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία φλεγμονή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φλεγμονή | αἱ | φλεγμοναί |
γενική | τῆς | φλεγμονῆς | τῶν | φλεγμονῶν |
δοτική | τῇ | φλεγμονῇ | ταῖς | φλεγμοναῖς |
αιτιατική | τὴν | φλεγμονήν | τὰς | φλεγμονᾱ́ς |
κλητική ὦ! | φλεγμονή | φλεγμοναί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φλεγμονᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φλεγμοναῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φλεγμονή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφλεγμονή, -ῆς θηλυκό
- υπερβολική ζέστη
- (ιατρική) φλεγμονή, φλεγμονώδης όγκος, οίδημα
- ※ 6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] ⌘ Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Παῖς καὶ λέων γεγραμμένος, 279.1
- Σκόλοψ δὲ τῷ ὄνυχι αὐτοῦ ὑπεισδὺς ἄλγημα ὀξὺ καὶ φλεγμονὴν μέχρι βουβώνων εἰργάσατο
- μπήχτηκε ένα ξυλόκαρφο μέσα στο δάχτυλό του. Κατόπιν δε η πληγή αυτή κακοφόρμισε και προκάλεσε φλεγμονή, τόσο που πρήστηκε ο αδένας.
- Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr. Απόσπασμα από το μύθο: Το αγόρι, ο πατέρας του και το ζωγραφισμένο λιοντάρι.
- Σκόλοψ δὲ τῷ ὄνυχι αὐτοῦ ὑπεισδὺς ἄλγημα ὀξὺ καὶ φλεγμονὴν μέχρι βουβώνων εἰργάσατο
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς λόγος Β', 2.13 (345a-345b) @scaife.perseus
- ἠτόνει δʼ ἡ χεὶρ καὶ βάρος εἶχε ναρκῶδες ὑπὸ φλεγμονῆς τοῦ τραύματος
- ※ 6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] ⌘ Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Παῖς καὶ λέων γεγραμμένος, 279.1
- (μεταφορικά) θερμότητα, υπερβολικό πάθος, όξυνση των πνευμάτων
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Κικέρων, 36.6 @scaife.perseus
- ἀνδράσι δὲ τοῖς πρώτοις ἀπὸ παιδείας συγγενόμενος καὶ τούς τότε φίλους καὶ συνήθεις ἀσπασάμενος καὶ τὰ πρέποντα θαυμασθεὶς ὑπὸ τῆς Ἑλλάδος εἰς τὴν πόλιν ἐπανῆλθεν, ἤδη τῶν πραγμάτων ὥσπερ ὑπὸ φλεγμονῆς ἀφισταμένων ἐπὶ τὸν ἐμφύλιον πόλεμον.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Κικέρων, 36.6 @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φλεγμονή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.