Δείτε επίσης: Φλοξ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φλογ-
ονομαστική φλόξ αἱ φλόγες
      γενική τῆς φλογός τῶν φλογῶν
      δοτική τῇ φλογῐ́ ταῖς φλοξῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν φλόγ τὰς φλόγᾰς
     κλητική ! φλόξ φλόγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φλόγε
γεν-δοτ τοῖν  φλογοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'φλόξ' όπως «φλόξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φλόξ < θέμα φλογ-, μεταπτωτική βαθμίδα του φλέγω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φλόξ , τῆς φλογός

  1. η φλόγα, το πῦρ (ή πυρ στη νεοελληνική)
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 212
    κατὰ πῦρ ἐκάη καὶ φλὸξ ἐμαράνθη (όταν κάηκε (όλο) και η φωτιά έσβησε)
  2. η θερμότητα, η θερμοκρασία
    ※  6ος/5ος αιώνας Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης, 22
    σταθευτὸς δ᾽ ἡλίου φοίβῃ φλογὶ χροιᾶς ἀμείψεις ἄνθος
    καμένος απο τις λαμπρές ακτίνες του ήλιου, θα χάσεις το άνθος της σάρκας σου
    ※  5ος αιώνας Ευριπίδης, Ἄλκηστις 758
    ἕως ἐθέρμην᾽ αὐτὸν ἀμφιβᾶσα φλὸξ οἴνου. (ώσπου τον τύλιξε και τον ζέστανε η θέρμη του κρασιού)

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
φλογ- 

θέμα φλογ-

θέμα φλεγ- → δείτε τη λέξη φλέγω