↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλόγα οι φλόγες
      γενική της φλόγας των φλογών
    αιτιατική τη φλόγα τις φλόγες
     κλητική φλόγα φλόγες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας η φλόγα σχηματίζει ένα μπλε σφαιρικό μέτωπο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φλόγα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φλόγα < αρχαία ελληνική φλόξ από την αιτιατική ενικού «τὴν φλόγα»

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φλόγα θηλυκό

  1. το ανώτερο τμήμα της φωτιάς, είναι αεριώδες και φωτεινό φαινόμενο, αποτέλεσμα της καύσης, αποκτά διάφορα σχήματα και μεγέθη, συχνά βοηθούντος του ανέμου
    Η αφή της ολυμπιακής φλόγας γίνεται το Μάρτιο του έτους της Ολυμπιάδας στην αρχαία Ολυμπία.
  2. (φυσική) το ορατό ακτινοβόλο στοιχείο της φωτιάς που προκαλείται από ισχυρή εξωθερμική αντίδραση. Το ορατό αποτέλεσμα της καύσης.
  3. όροι για είδη φλόγας στην ηλεκτροσυγκόλληση
    φλόγα οξυγόνου-ασετυλίνης για εργασίες που απαιτούν θερμοκρασία άνω των 500 βαθμών
    η ανθρακωτική φλόγα, η ουδέτερη φλόγα, η οξειδωτική φλόγα
  4. (μεταφορικά) κάτι που έχει ιδιότητες της φλόγας και της φωτιάς, θερμό, ορμητικό, τα έντονα συναισθήματα ή οι παθιασμένες ενέργειες, έντονο κίνητρο
    φλόγα μάθησης, μίσους, εκδίκησης, έρωτα, πάθους, ελευθερίας
  5. ※  Όποιος τη νύχτα σ’ εχτρικό στρατό μονάχος γλιστρά σα φλόγα ξαφνική, με λύσσα στους κοιμισμένους πέφτει
    Goethe (Γκέτε), Iphigenie auf Tauris [Ιφιγένεια εν Ταύροις]. Μετάφραση (1916): Κώστας Χατζόπουλος
    ※  Μια φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά, και μάγια μου 'χεις κάνει, Φραγκοσυριανή γλυκιά.
    Από το τραγούδι «Φραγκοσυριανή», σε στίχους και μουσική του Μάρκου Βαμβακάρη
  6. φυτό με κόκκινα φύλλα (Ρhlox)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  1. γυμνή φλόγα ή ανοιχτή: όρος που χρησιμοποιείται συχνά από την πυροσβεστική στα προληπτικά μέτρα που συνιστά και σημαίνει τις ζωντανές φλόγες του κεριού ή του τζακιού ή των μέσων ηλεκτροσυγκόλλησης, των θερμαντικών μέσων με υγραέριο, του καμινέτου, του αναπτήρα κ.λπ. επειδή δεν πρέπει να πλησιάζει σε αυτές τίποτα εύφλεκτο

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
φλογ- 

με φλογ-

→ και δείτε τη λέξη φλέγω για λέξεις με θέμα φλεγ-

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

φλόγα θηλυκό