φλόγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φλόγα | οι | φλόγες |
γενική | της | φλόγας | των | φλογών |
αιτιατική | τη | φλόγα | τις | φλόγες |
κλητική | φλόγα | φλόγες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φλόγα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φλόγα < αρχαία ελληνική φλόξ από την αιτιατική ενικού «τὴν φλόγα»
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφλόγα θηλυκό
- το ανώτερο τμήμα της φωτιάς, είναι αεριώδες και φωτεινό φαινόμενο, αποτέλεσμα της καύσης, αποκτά διάφορα σχήματα και μεγέθη, συχνά βοηθούντος του ανέμου
- ⮡ Η αφή της ολυμπιακής φλόγας γίνεται το Μάρτιο του έτους της Ολυμπιάδας στην αρχαία Ολυμπία.
- (φυσική) το ορατό ακτινοβόλο στοιχείο της φωτιάς που προκαλείται από ισχυρή εξωθερμική αντίδραση. Το ορατό αποτέλεσμα της καύσης.
- όροι για είδη φλόγας στην ηλεκτροσυγκόλληση
- ⮡ φλόγα οξυγόνου-ασετυλίνης για εργασίες που απαιτούν θερμοκρασία άνω των 500 βαθμών
- ⮡ η ανθρακωτική φλόγα, η ουδέτερη φλόγα, η οξειδωτική φλόγα
- (μεταφορικά) κάτι που έχει ιδιότητες της φλόγας και της φωτιάς, θερμό, ορμητικό, τα έντονα συναισθήματα ή οι παθιασμένες ενέργειες, έντονο κίνητρο
- ⮡ φλόγα μάθησης, μίσους, εκδίκησης, έρωτα, πάθους, ελευθερίας
- ※ Όποιος τη νύχτα σ’ εχτρικό στρατό μονάχος γλιστρά σα φλόγα ξαφνική, με λύσσα στους κοιμισμένους πέφτει
- Goethe (Γκέτε), Iphigenie auf Tauris [Ιφιγένεια εν Ταύροις]. Μετάφραση (1916): Κώστας Χατζόπουλος
- ※ Μια φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά, και μάγια μου 'χεις κάνει, Φραγκοσυριανή γλυκιά.
- Από το τραγούδι «Φραγκοσυριανή», σε στίχους και μουσική του Μάρκου Βαμβακάρη
- φυτό με κόκκινα φύλλα (Ρhlox)
Εκφράσεις
επεξεργασία- γυμνή φλόγα ή ανοιχτή: όρος που χρησιμοποιείται συχνά από την πυροσβεστική στα προληπτικά μέτρα που συνιστά και σημαίνει τις ζωντανές φλόγες του κεριού ή του τζακιού ή των μέσων ηλεκτροσυγκόλλησης, των θερμαντικών μέσων με υγραέριο, του καμινέτου, του αναπτήρα κ.λπ. επειδή δεν πρέπει να πλησιάζει σε αυτές τίποτα εύφλεκτο
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
φλογ-
φλογ-
με φλογ-
- αλεξίφλογο
- αναφλογίζω
- ανάφλογος
- αντιφλογιστικός
- αποφλόγι
- αποφλογίζω
- άφλογα (επίρρημα)
- άφλογος
- αφλογιστία
- αφλόγιστος
- βραδυφλογιστία
- δαδόφλογα
- δίφλογος
- ευφλογιστία
- εφτάφλογος
- ηλιόφλογος
- καδριοφλογίζω
- καρδιοφλογισμένος
- καρδιοφλογισμός
- καρδιοφλογιστής
- καταφλογίζω
- καταφλογισμένος
- κοκκινόφλογος
- κοντόφλογος
- κοσμοφλόγος
- ξεφλογίζω
- ολοφλόγινος
- ολοφλόγιστος
- ολόφλογος
- ουρανόφλογος
- παραφλογίζω
- πυρίφλογος
- σιγανόφλογος
- σπιθόφλογος
- σύφλογος
- τρίφλογος
- φλογάς
- φλογαρπαγμένος
- φλογάτα (επίρρημα)
- φλογάτος
- φλογερά (επίρρημα)
- φλογερός
- φλογέρα
- φλογερός
- φλογερώς (επίρρημα)
- φλογερότητα
- φλογιάς
- φλογιέμαι
- φλογίζω, φλογίζομαι
- φλογικό
- φλογικός
- φλόγινος
- φλόγισμα
- φλογισμένος
- φλογισμός
- φλογιστής
- φλογιστικός
- φλογιστό
- φλόγιστρο
- φλογίτσα
- φλογμός
- φλογοβολή
- φλογοβόλημα
- φλογοβόλο
- φλογοβόλος
- φλογοβολώ, φλογοβολάω
- φλογογέννητος
- φλογοδαίμονας
- φλογοδαρμένος
- φλογόδαρτος
- φλογοειδής, φλογοειδές
- φλογόθωρος
- φλογοκαμένος
- φλογοκόκκινος
- φλογόλαμπορς
- φλογόλευκος
- φλογομάνι
- φλογομάτης
- φλογόματος
- φλογοπαρμένος
- φλογοπέρπυρος
- φλογοπλασμένος
- φλογόπλαστος
- φλογοπόδαρος
- φλογοστέφανος
- φλογοστεφάνωτος
- φλογότρεμος
- φλογοφεγγιά
- φλογόφεγγος
- φλογόφθαλμος
- φλογοφόρος
- φλογόφτερος
- φλογοφωτόμετρο
- φλογόφυλλος
- φλογόχρωμος
- φλογώδης, φλογώδες
- φλόγωμα
- φλογωμένος
- φλογώνω, φλογώνομαι
- φλόγωση
- φλογωτός
- φωτόφλογος
- χιλιόφλογος
- χρυσόφλογος
- Πηγή: Όροι με φλογ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- Δε σχετίζεται η φλογέρα.
→ και δείτε τη λέξη φλέγω για λέξεις με θέμα φλεγ-
Μεταφράσεις
επεξεργασία φλόγα
Πηγές
επεξεργασία- φλόγα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φλόγα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαφλόγα θηλυκό