φλογώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φλογώδης | η | φλογώδης | το | φλογώδες |
γενική | του | φλογώδους | της | φλογώδους | του | φλογώδους |
αιτιατική | τον | φλογώδη | τη | φλογώδη | το | φλογώδες |
κλητική | φλογώδη(ς) | φλογώδης | φλογώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φλογώδεις | οι | φλογώδεις | τα | φλογώδη |
γενική | των | φλογωδών | των | φλογωδών | των | φλογωδών |
αιτιατική | τους | φλογώδεις | τις | φλογώδεις | τα | φλογώδη |
κλητική | φλογώδεις | φλογώδεις | φλογώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
φλογώδης
- που μοιάζει με φλόγα
- για πάθηση σχετική με φλεγμονή
Μεταφράσεις επεξεργασία
φλογώδης
|