Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θέρμη θηλυκό

  1. ο ζήλος για κάτι, η συναισθηματική ένταση που συνοδεύει μια ενέργεια που ενδιαφέρει πολύ το υποκείμενο
  2. ο πυρετός, ιδιαίτερα ο πυρετός της ελονοσίας
  3. (στον πληθυντικό)  δείτε τη λέξη θέρμες

Μεταφράσεις

επεξεργασία