Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θέρμη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
θέρμη
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θέρμη
θηλυκό
ο
ζήλος
για κάτι, η συναισθηματική ένταση που συνοδεύει μια ενέργεια που ενδιαφέρει πολύ το υποκείμενο
ο
πυρετός
, ιδιαίτερα ο πυρετός της
ελονοσίας
(
στον πληθυντικό
)
→
δείτε
τη
λέξη
θέρμες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θέρμη
γαλλικά
: 1.
ardeur
(fr)
2.
fièvre
(fr)