ορμητικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ορμητικός < αρχαία ελληνική ὁρμητικός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɔɾ.mi.ti.ˈkɔs/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ορμητικός, -ή, -ό
- γεμάτος ορμή
- Πώς να καταλαγιάσεις ένα ποτάμι που κυλάει ορμητικό, γίνεται; (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη)