Ετυμολογία

επεξεργασία
impétueux < δημώδης λατινική impetuosus < impetus, ορμή, επίθεση
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό impétueux impétueux
θηλυκό impétueuse impétueuses

impétueux (fr) αρσενικό

  1. ορμητικός, ακάθεκτος, χειμαρρώδης
    Un torrent impétueux. - Ένας ορμητικός χείμαρρος.
  2. που φέρεται γρήγορα και βίαια
    Un orateur impétueux. - Ένας χειμαρρώδης ρήτορας.

Συγγενικά

επεξεργασία