χειμαρρώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χειμαρρώδης < (ελληνιστική κοινή) χειμαρρώδης
Επίθετο
επεξεργασία
χειμαρρώδης,-ης,-ες
- που η ροή του είναι σαν χειμάρρου
- (μεταφορικά) που είναι σαν χείμαρρος όταν μιλάει ή για γραπτό λόγο και γενικά για συμπεριφορά ορμητική
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χειμαρρώδης