πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειμαρρώδης η χειμαρρώδης το χειμαρρώδες
      γενική του χειμαρρώδους της χειμαρρώδους του χειμαρρώδους
    αιτιατική τον χειμαρρώδη τη χειμαρρώδη το χειμαρρώδες
     κλητική χειμαρρώδη(ς) χειμαρρώδης χειμαρρώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειμαρρώδεις οι χειμαρρώδεις τα χειμαρρώδη
      γενική των χειμαρρωδών των χειμαρρωδών των χειμαρρωδών
    αιτιατική τους χειμαρρώδεις τις χειμαρρώδεις τα χειμαρρώδη
     κλητική χειμαρρώδεις χειμαρρώδεις χειμαρρώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

χειμαρρώδης,-ης,-ες

  1. που η ροή του είναι σαν χειμάρρου
  2. (μεταφορικά) που είναι σαν χείμαρρος όταν μιλάει ή για γραπτό λόγο και γενικά για συμπεριφορά ορμητική

Μεταφράσεις

επεξεργασία