χείμαρρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χείμαρρος | οι | χείμαρροι |
γενική | του | χείμαρρου & χειμάρρου |
των | χείμαρρων & χειμάρρων |
αιτιατική | τον | χείμαρρο | τους | χείμαρρους & χειμάρρους |
κλητική | χείμαρρε | χείμαρροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χείμαρρος < αρχαία ελληνική χειμάρροος < χειμών + ροή < ρέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχείμαρρος αρσενικό
- ποταμός που ρέει μόνο το χειμώνα ή που πάντως δημιουργείται μετά από βροχή ή από λιώσιμο των χιονιών και του πάγου
- η ακατάσχετη και ορμητική ομιλία αλλά και γενικά η παρόμοια ιδιοσυγκρασία -δεν συνδέεται ετυμολογικά και ενοιολογικά με την χίμαιρα
- Ήταν χείμαρρος. Δεν προλάβαινες να τον διακόψεις για να αρθρώσεις ούτε λέξη!
- Αυτή η γυναίκα είναι χείμαρρος (ορμάει σε ένα χώρο και επιβάλλεται με την παρουσία της, το λόγο της, το ασυγκράτητο ταμπεραμέντο της)