χίμαιρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χίμαιρα | οι | χίμαιρες |
γενική | της | χίμαιρας | των | χιμαιρών |
αιτιατική | τη | χίμαιρα | τις | χίμαιρες |
κλητική | χίμαιρα | χίμαιρες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χίμαιρα < αρχαία ελληνική χίμαιρα, θηλυκό του χίμαρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [1] *ǵʰeym- (χειμώνας, λευκός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχίμαιρα θηλυκό
- το απραγματοποίητο όνειρο, το φανταστικό, το αδύνατο να πραγματοποιηθεί
- "Μην κυνηγάς χίμαιρες" (μη χάνεις το χρόνο σου με κάτι που δεν πρόκειται να υλοποιηθεί)
- μέχρι και τον 20ο αιώνα, χίμαιρα λεγόταν και το αγριοκάτσικο, συχνά καλούμενο και "χιμαρίδι" από την αρχαία έννοια της λέξης. Στα αρχαία ελληνικά χίμαρος και χίμαιρα ήταν αντίστοιχα το αρσενικό και το θηλυκό του γιδιού ή της κατσίκας, δηλαδή ο τράγος και η γίδα.
- (με κεφαλαίο αρχικό) το μυθικό τέρας η Χίμαιρα, με χαρακτηριστικά χίμαιρας (κατσίκας), λεονταριού και δράκοντα
- το φυτό ή το υβριδικό πλάσμα που προκύπτει από την φυσική ή τεχνητή ένωση άλλων ειδών
- χίμαιρα στη βοτανολογία λεγόταν κάθε φυτό με μικτούς χαρακτήρες, δηλαδή με ιδιότητες του μητρικού φυτού και του εμβολίου του
Συνώνυμα
επεξεργασίαγια το θηλυκό του ζώου
για το αδύνατο να πραγματοποιηθεί
για το αποτέλεσμα της ένωσης δύο ειδών
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.