Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απραγματοποίητος η απραγματοποίητη το απραγματοποίητο
      γενική του απραγματοποίητου της απραγματοποίητης του απραγματοποίητου
    αιτιατική τον απραγματοποίητο την απραγματοποίητη το απραγματοποίητο
     κλητική απραγματοποίητε απραγματοποίητη απραγματοποίητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απραγματοποίητοι οι απραγματοποίητες τα απραγματοποίητα
      γενική των απραγματοποίητων των απραγματοποίητων των απραγματοποίητων
    αιτιατική τους απραγματοποίητους τις απραγματοποίητες τα απραγματοποίητα
     κλητική απραγματοποίητοι απραγματοποίητες απραγματοποίητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απραγματοποίητος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

απραγματοποίητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει πραγματοποιηθεί
     συνώνυμα: ανεκπλήρωτος
     αντώνυμα: πραγματοποιημένος
  2. που δεν γίνεται να πραγματοποιηθεί
    ※  Και δε βασανίζομαι κάνοντας ανόητα όνειρα και καλλιεργώντας απραγματοποίητες ελπίδες. (Μάριος Ποντίκας, Η δραπέτευση τροφίμου γηροκομείου)
     συνώνυμα: ανέφικτος
     αντώνυμα: εφικτός, πραγματοποιήσιμος

  Μεταφράσεις επεξεργασία