απραγματοποίητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απραγματοποίητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
απραγματοποίητος, -η, -ο
- που δεν έχει πραγματοποιηθεί
- που δεν γίνεται να πραγματοποιηθεί
- ※ Και δε βασανίζομαι κάνοντας ανόητα όνειρα και καλλιεργώντας απραγματοποίητες ελπίδες. (Μάριος Ποντίκας, Η δραπέτευση τροφίμου γηροκομείου)
- ≈ συνώνυμα: ανέφικτος
- ≠ αντώνυμα: εφικτός, πραγματοποιήσιμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
απραγματοποίητος