ανεκπλήρωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεκπλήρωτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνεκπλήρωτος < αρχαία ελληνική ἀν- στερητικό + ἐκπληρόω / ἐκπληρῶ + -τος < πληρόω / πληρῶ < πλήρης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₁-r-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.nekˈpli.ɾo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νεκ‐πλή‐ρω‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαανεκπλήρωτος, -η, -ο
- που δεν έχει (ή δεν μπορεί να) εκπληρωθεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανεκπλήρωτος