Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκπληρωμένος η εκπληρωμένη το εκπληρωμένο
      γενική του εκπληρωμένου της εκπληρωμένης του εκπληρωμένου
    αιτιατική τον εκπληρωμένο την εκπληρωμένη το εκπληρωμένο
     κλητική εκπληρωμένε εκπληρωμένη εκπληρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκπληρωμένοι οι εκπληρωμένες τα εκπληρωμένα
      γενική των εκπληρωμένων των εκπληρωμένων των εκπληρωμένων
    αιτιατική τους εκπληρωμένους τις εκπληρωμένες τα εκπληρωμένα
     κλητική εκπληρωμένοι εκπληρωμένες εκπληρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκπληρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκπληρώνω

  Μετοχή επεξεργασία

εκπληρωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εκπληρώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία