εκπληρώνω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
εκπληρώνω
- πραγματοποιώ μια επιθυμία κάποιου.
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκπληρώνω | εκπλήρωνα | θα εκπληρώνω | να εκπληρώνω | εκπληρώνοντας | |
β' ενικ. | εκπληρώνεις | εκπλήρωνες | θα εκπληρώνεις | να εκπληρώνεις | εκπλήρωνε | |
γ' ενικ. | εκπληρώνει | εκπλήρωνε | θα εκπληρώνει | να εκπληρώνει | ||
α' πληθ. | εκπληρώνουμε | εκπληρώναμε | θα εκπληρώνουμε | να εκπληρώνουμε | ||
β' πληθ. | εκπληρώνετε | εκπληρώνατε | θα εκπληρώνετε | να εκπληρώνετε | εκπληρώνετε | |
γ' πληθ. | εκπληρώνουν(ε) | εκπλήρωναν εκπληρώναν(ε) |
θα εκπληρώνουν(ε) | να εκπληρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκπλήρωσα | θα εκπληρώσω | να εκπληρώσω | εκπληρώσει | ||
β' ενικ. | εκπλήρωσες | θα εκπληρώσεις | να εκπληρώσεις | εκπλήρωσε | ||
γ' ενικ. | εκπλήρωσε | θα εκπληρώσει | να εκπληρώσει | |||
α' πληθ. | εκπληρώσαμε | θα εκπληρώσουμε | να εκπληρώσουμε | |||
β' πληθ. | εκπληρώσατε | θα εκπληρώσετε | να εκπληρώσετε | εκπληρώστε | ||
γ' πληθ. | εκπλήρωσαν εκπληρώσαν(ε) |
θα εκπληρώσουν(ε) | να εκπληρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκπληρώσει | είχα εκπληρώσει | θα έχω εκπληρώσει | να έχω εκπληρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκπληρώσει | είχες εκπληρώσει | θα έχεις εκπληρώσει | να έχεις εκπληρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκπληρώσει | είχε εκπληρώσει | θα έχει εκπληρώσει | να έχει εκπληρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκπληρώσει | είχαμε εκπληρώσει | θα έχουμε εκπληρώσει | να έχουμε εκπληρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκπληρώσει | είχατε εκπληρώσει | θα έχετε εκπληρώσει | να έχετε εκπληρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκπληρώσει | είχαν εκπληρώσει | θα έχουν εκπληρώσει | να έχουν εκπληρώσει |
|
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εκπληρώνω
|