εκπληρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκπληρώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκπληρ(ῶ), συνηρημένος τύπος του ἐκπληρόω + -ώνω.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε εκ- + πληρώνω.
Pronunciation
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ek.pliˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός :‐εκ‐πλη‐ρώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαεκπληρώνω, αόρ.: εκπλήρωσα/{εξεπλήρωσα}, παθ.φωνή: εκπληρώνομαι, π.αόρ.: εκπληρώθηκα, μτχ.π.π.: εκπληρωμένος
- πραγματοποιώ μια επιθυμία κάποιου
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις εκ και πληρώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκπληρώνω | εκπλήρωνα | θα εκπληρώνω | να εκπληρώνω | εκπληρώνοντας | |
β' ενικ. | εκπληρώνεις | εκπλήρωνες | θα εκπληρώνεις | να εκπληρώνεις | εκπλήρωνε | |
γ' ενικ. | εκπληρώνει | εκπλήρωνε | θα εκπληρώνει | να εκπληρώνει | ||
α' πληθ. | εκπληρώνουμε | εκπληρώναμε | θα εκπληρώνουμε | να εκπληρώνουμε | ||
β' πληθ. | εκπληρώνετε | εκπληρώνατε | θα εκπληρώνετε | να εκπληρώνετε | εκπληρώνετε | |
γ' πληθ. | εκπληρώνουν(ε) | εκπλήρωναν εκπληρώναν(ε) |
θα εκπληρώνουν(ε) | να εκπληρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκπλήρωσα | θα εκπληρώσω | να εκπληρώσω | εκπληρώσει | ||
β' ενικ. | εκπλήρωσες | θα εκπληρώσεις | να εκπληρώσεις | εκπλήρωσε | ||
γ' ενικ. | εκπλήρωσε | θα εκπληρώσει | να εκπληρώσει | |||
α' πληθ. | εκπληρώσαμε | θα εκπληρώσουμε | να εκπληρώσουμε | |||
β' πληθ. | εκπληρώσατε | θα εκπληρώσετε | να εκπληρώσετε | εκπληρώστε | ||
γ' πληθ. | εκπλήρωσαν εκπληρώσαν(ε) |
θα εκπληρώσουν(ε) | να εκπληρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκπληρώσει | είχα εκπληρώσει | θα έχω εκπληρώσει | να έχω εκπληρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκπληρώσει | είχες εκπληρώσει | θα έχεις εκπληρώσει | να έχεις εκπληρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκπληρώσει | είχε εκπληρώσει | θα έχει εκπληρώσει | να έχει εκπληρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκπληρώσει | είχαμε εκπληρώσει | θα έχουμε εκπληρώσει | να έχουμε εκπληρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκπληρώσει | είχατε εκπληρώσει | θα έχετε εκπληρώσει | να έχετε εκπληρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκπληρώσει | είχαν εκπληρώσει | θα έχουν εκπληρώσει | να έχουν εκπληρώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκπληρώνομαι | εκπληρωνόμουν(α) | θα εκπληρώνομαι | να εκπληρώνομαι | ||
β' ενικ. | εκπληρώνεσαι | εκπληρωνόσουν(α) | θα εκπληρώνεσαι | να εκπληρώνεσαι | ||
γ' ενικ. | εκπληρώνεται | εκπληρωνόταν(ε) | θα εκπληρώνεται | να εκπληρώνεται | ||
α' πληθ. | εκπληρωνόμαστε | εκπληρωνόμαστε εκπληρωνόμασταν |
θα εκπληρωνόμαστε | να εκπληρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | εκπληρώνεστε | εκπληρωνόσαστε εκπληρωνόσασταν |
θα εκπληρώνεστε | να εκπληρώνεστε | (εκπληρώνεστε) | |
γ' πληθ. | εκπληρώνονται | εκπληρώνονταν εκπληρωνόντουσαν |
θα εκπληρώνονται | να εκπληρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκπληρώθηκα | θα εκπληρωθώ | να εκπληρωθώ | εκπληρωθεί | ||
β' ενικ. | εκπληρώθηκες | θα εκπληρωθείς | να εκπληρωθείς | εκπληρώσου | ||
γ' ενικ. | εκπληρώθηκε | θα εκπληρωθεί | να εκπληρωθεί | |||
α' πληθ. | εκπληρωθήκαμε | θα εκπληρωθούμε | να εκπληρωθούμε | |||
β' πληθ. | εκπληρωθήκατε | θα εκπληρωθείτε | να εκπληρωθείτε | εκπληρωθείτε | ||
γ' πληθ. | εκπληρώθηκαν εκπληρωθήκαν(ε) |
θα εκπληρωθούν(ε) | να εκπληρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκπληρωθεί | είχα εκπληρωθεί | θα έχω εκπληρωθεί | να έχω εκπληρωθεί | εκπληρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκπληρωθεί | είχες εκπληρωθεί | θα έχεις εκπληρωθεί | να έχεις εκπληρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκπληρωθεί | είχε εκπληρωθεί | θα έχει εκπληρωθεί | να έχει εκπληρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκπληρωθεί | είχαμε εκπληρωθεί | θα έχουμε εκπληρωθεί | να έχουμε εκπληρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκπληρωθεί | είχατε εκπληρωθεί | θα έχετε εκπληρωθεί | να έχετε εκπληρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκπληρωθεί | είχαν εκπληρωθεί | θα έχουν εκπληρωθεί | να έχουν εκπληρωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εκπληρωμένος - είμαστε, είστε, είναι εκπληρωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εκπληρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εκπληρωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εκπληρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εκπληρωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εκπληρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εκπληρωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ εκπληρώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας