Ετυμολογία

επεξεργασία
εκπληρώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκπληρ(ῶ), συνηρημένος τύπος του ἐκπληρόω + -ώνω.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε εκ- + πληρώνω.

εκπληρώνω, αόρ.: εκπλήρωσα/{εξεπλήρωσα}, παθ.φωνή: εκπληρώνομαι, π.αόρ.: εκπληρώθηκα, μτχ.π.π.: εκπληρωμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις εκ και πληρώνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία